εκτραχηλίζομαι

εκτραχηλίζομαι
1) терять всякий стыд, становиться бесстыжим; выходить за рамки приличия;
вести себя непристойно; распоясываться; 2) перен. разражаться (руганью и т. п.);

εκτραχηλίζομαι εις ύβρεις — разразиться бранью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκτραχηλίζομαι" в других словарях:

  • εκτραχηλίζομαι — εκτραχηλίζομαι, εκτραχηλίστηκα, εκτραχηλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐκτραχηλίζομαι — ἐκτραχηλίζω throw the rider over its pres ind mp 1st sg ἐκτραχηλίζω throw the rider over its pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχαλινώνω — (Α ἀποχαλινῶ, όω) 1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο 2. ( ομαι κ. ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία αρχ. αφαιρώ το χαλινάρι …   Dictionary of Greek

  • κατισχυρεύομαι — (Α) εκτραχηλίζομαι, καμαρώνω για τη δύναμη μου και φέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰσχυρεύομαι (< ἰσχυρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • προσεκτραχηλίζω — Α 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από τον τράχηλο προς τα εμπρός επιπροσθέτως 2. καταρρίπτω, κατακρημνίζω επιπροσθέτως 3. παθ. προσεκτραχηλιζομαι μτφ. εκτραχηλίζομαι ακόμη πιο πολύ, αποχαλινώνομαι περισσότερο («εἰς πάθος προσεκτραχηλίζεσθαι», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεκτραχηλίζομαι — Α μτφ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι σαν να πέφτω από άλογο («βίᾳ φερόμενος εἰς Σικελίαν καὶ συνεκτραχηλιζόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτραχηλίζομαι «ανατρέπομαι, πέφτω από άλογο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»